συνθηκολογία

συνθηκολογία
η, Ν
η συνθηκολόγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθηκολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνθηκολογία — συνθηκολογία, η και συνθηκολόγηση, η 1. σύναψη συνθήκης. 2. παράδοση εχθρού: Ηττήθηκαν και ζήτησαν συνθηκολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”